- ἀποκαθίσταται
- ἀποκαθίστημιre-establishpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που … Dictionary of Greek
отъставитисѧ — ОТЪСТАВ|ИТИСѦ (2*), ЛЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Отказаться, отставить: злыхъ ѿставитисѧ дѣ˫ании. (ἀπέχεσϑαι) ПНЧ к. XIV, 162в. 2. Лишиться: ѿставитисѧ ѥму [Крону] цр(с)тва ѿ единого дѣтиi || его. (ἀποκαϑίσταται) ПНЧ 1296, 76. Ср. оставитисѧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъставлѧтисѧ — ОТЪСТАВЛѦ|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Устраняться, убираться: не подобаѥть бы(ти) чсомѹ на сщ҃нѣ мѣстѣ. и бывшеѥ ѿставлѧѥть(с). хранениѥ сщ҃наго. владѣющему повелѣно ѥсть. (ἀποκαϑίσταται) ПНЧ 1296, 76. Ср. оставлѧтисѧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… … Dictionary of Greek
δυσαποκατάστατος — δυσαποκατάστατος, ον (Α) 1. αυτός ο οποίος δύσκολα αποκαθίσταται 2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος … Dictionary of Greek
δυσδιάθετος — η, ο (AM δυσδιάθετος, ον) αυτός που δύσκολα διατίθεται, τοποθετείται («δυσδιάθετα κεφάλαια») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κατατάσσεται ή τακτοποιείται 2. (για γυναίκα) αυτή που δύσκολα αποκαθίσταται … Dictionary of Greek
επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… … Dictionary of Greek